περιπλανής

περιπλανής
περιπλανής
wandering about
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπλανής — ές, Α αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλανής (< πλανῶμαι) πρβλ. οδοι πλανής] …   Dictionary of Greek

  • περιπλάνιος — ον, Α [περιπλανής] (ποιητ. τ.) περιπλανώμενος, περιπλανής* …   Dictionary of Greek

  • περιπολιστικός — ή, όν, Α [περιπολίζω]·1. αυτός που έχει τη διάθεση να περιπλανάται, περιπλανής 2. φρ. «σύνοδος περιπολιστική» θίασος μουσικών ή υποκριτών που μεταβαίνουν από τόπο σε τόπο, περιοδεύων θίασος …   Dictionary of Greek

  • περιπλανῶν — περιπλανάομαι wander about pres part act masc voc sg περιπλανάομαι wander about pres part act neut nom/voc/acc sg περιπλανάομαι wander about pres part act masc nom sg (attic epic ionic) περιπλανάομαι wander about pres part act masc nom sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”